-
1 ὑγιαίνω
ὑγιαίνω, gesund sein; Ggstz νοσεῖν, Plat. Gorg. 495 e; κάμνω, 505 a; ὑγιάνας καὶ σωϑείς, Dem. 54, 1; u. übertr., bei Verstande sein, gescheidt sein, Theogn. 255; vgl. Ar. Nubb. 1257 Av. 1214 Plut. 364; τὰς φρένας ὑγιαίνειν, Her. 3, 33, vgl. τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος 7, 157; οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῖ τε καὶ μαίνεται, Plat. Lys. 205 a, u. öfter; Pol. setzt οἱ ὑγιαίνοντες entgegen den κινηταὶ καὶ καχέκται, 28, 15, 12; ὅλως οὐδ' ὑγιαινόντων ἀνϑρώπων ἐστὶ τοιαῦτα γράφειν, Dem. 23, 118; – ὑγίαινε ist wie χαῖρε eine mündliche u. schriftliche Grußformel, bes. Abends gebraucht, Thom. Mag.; u. beim Abschiede, gehab dich wohl, lebe wohl, Ar. Ran. 165 Eccl. 477.
См. также в других словарях:
υγιαίνω — ὑγιαίνω, ΝΜΑ [ὑγιής] 1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών τού σώματός μου, είμαι γερός 2. (το β εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε προσφώνηση από κάποιον που πίνει … Dictionary of Greek